λαθικηδής

λαθικηδής
λαθικηδής, -ές και δωρ. τ. λαθικάδης, -ες (Α)
αυτός που κάνει κάποιον να λησμονεί τις φροντίδες, που καταπαύει τους πόνους, καταπραϋντικός, παυσίπονος («εἴ ποτέ τοι λαθικηδέα μαζὸν ἐπέσχον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι- (που ανάγεται στον τ. λάθρα και εμφανίζει -ι- αντί τού αναμενόμενου -ο- [βλ. αργι-]) + -κηδής (< κῆδος), πρβλ. νεο-κηδής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λαθικηδής — banishing care masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαθικηδέα — λαθικηδής banishing care neut nom/voc/acc pl (epic ionic) λαθικηδής banishing care masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαθικηδές — λαθικηδής banishing care masc/fem voc sg λαθικηδής banishing care neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαθικηδέος — λαθικηδής banishing care masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήδος — κῆδος, εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος) κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.) αρχ. 1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.) 2. θλίψη, ανησυχία,… …   Dictionary of Greek

  • λαθίνοστος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ βραδύνων ἐπανελθεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι (βλ. λαθικηδής) + νόστος «επιστροφή» (πρβλ. εύ νοστος)] …   Dictionary of Greek

  • λαθίποινος — λαθίποινος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που λησμονεί την εκδίκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι (βλ. λαθικηδής) + ποινος (< ποινή), πρβλ. αντί ποινος, αξιό ποινος] …   Dictionary of Greek

  • λαθίπονος — λαθίπονος, ον (Α) 1. αυτός που λησμονεί τους κόπους («ὅτ Αἴας λαθίπονος πάλιν», Σοφ.) 2. αυτός που έχει απαλλαγεί από τη λύπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι (βλ. λαθικηδής) + πόνος «κόπος»] …   Dictionary of Greek

  • λαθίφθογγος — λαθίφθογγος, ον (Α) (ως επίθ. τού θανάτου) αυτός που κάνει κάποιον άλαλο, που τού αποστερεί τη φωνή («θανάτοιο λαθιφθόγγοιο», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι (βλ. λαθικηδής) + φθόγγος (πρβλ. οξύ φθογγος)] …   Dictionary of Greek

  • λαθίφρων — λαθίφρων, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) άφρων, απερίσκεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι (βλ. λαθικηδής) + φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. αγχί φρων, ματαιό φρων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”