λαθικηδής — banishing care masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαθικηδέα — λαθικηδής banishing care neut nom/voc/acc pl (epic ionic) λαθικηδής banishing care masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαθικηδές — λαθικηδής banishing care masc/fem voc sg λαθικηδής banishing care neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαθικηδέος — λαθικηδής banishing care masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήδος — κῆδος, εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος) κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.) αρχ. 1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.) 2. θλίψη, ανησυχία,… … Dictionary of Greek
λαθίνοστος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ βραδύνων ἐπανελθεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι (βλ. λαθικηδής) + νόστος «επιστροφή» (πρβλ. εύ νοστος)] … Dictionary of Greek
λαθίποινος — λαθίποινος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που λησμονεί την εκδίκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι (βλ. λαθικηδής) + ποινος (< ποινή), πρβλ. αντί ποινος, αξιό ποινος] … Dictionary of Greek
λαθίπονος — λαθίπονος, ον (Α) 1. αυτός που λησμονεί τους κόπους («ὅτ Αἴας λαθίπονος πάλιν», Σοφ.) 2. αυτός που έχει απαλλαγεί από τη λύπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι (βλ. λαθικηδής) + πόνος «κόπος»] … Dictionary of Greek
λαθίφθογγος — λαθίφθογγος, ον (Α) (ως επίθ. τού θανάτου) αυτός που κάνει κάποιον άλαλο, που τού αποστερεί τη φωνή («θανάτοιο λαθιφθόγγοιο», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι (βλ. λαθικηδής) + φθόγγος (πρβλ. οξύ φθογγος)] … Dictionary of Greek
λαθίφρων — λαθίφρων, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) άφρων, απερίσκεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι (βλ. λαθικηδής) + φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. αγχί φρων, ματαιό φρων] … Dictionary of Greek